λαβίδιον: Difference between revisions
From LSJ
Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg
(6_22) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾰβίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λαβίς]], μικρὰ [[λαβίς]], «τσυμπίδι», Διοσκ. 1. 84. | |lstext='''λᾰβίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λαβίς]], μικρὰ [[λαβίς]], «τσυμπίδι», Διοσκ. 1. 84. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαβίδιον]], τὸ (Α) [[λαβίς]]<br /><b>1.</b> μικρή [[λαβίδα]], [[τσιμπίδι]]<br /><b>2.</b> μικρή [[λαβή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of
A λαβίς 11, pair of tweezers, Dsc.1.68.7, Gal.12.687, PHolm.6.11. II Dim. of λαβή 1, ὑποδέρειν διὰ τοῦ λ. τοῦ σμιλαρίου Leonid. ap. Aët.6.1.
German (Pape)
[Seite 1] τό, dim. von λαβίς, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰβίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λαβίς, μικρὰ λαβίς, «τσυμπίδι», Διοσκ. 1. 84.
Greek Monolingual
λαβίδιον, τὸ (Α) λαβίς
1. μικρή λαβίδα, τσιμπίδι
2. μικρή λαβή.