μιγής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(6_7)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῐγής''': -ές, = [[μικτός]], Νικ. Ἀποσπ. 1. 4.
|lstext='''μῐγής''': -ές, = [[μικτός]], Νικ. Ἀποσπ. 1. 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[μιγής]], -ές (Α)<br />[[μικτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιγ</i>- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]]. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ' αποκοπήν του β' συνθετικού από σύνθ. σε -[[μιγής]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[μιγής]], <i>συμ</i>-[[μιγής]])].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐγής Medium diacritics: μιγής Low diacritics: μιγής Capitals: ΜΙΓΗΣ
Transliteration A: migḗs Transliteration B: migēs Transliteration C: migis Beta Code: migh/s

English (LSJ)

ές,

   A = μικτός, Nic.Fr.68.4.

German (Pape)

[Seite 182] ές, gemischt, Nic. bei Ath. III, 126 b, wenn nicht μιγῆ adverbial = μίγδην zu nehmen ist.

Greek (Liddell-Scott)

μῐγής: -ές, = μικτός, Νικ. Ἀποσπ. 1. 4.

Greek Monolingual

μιγής, -ές (Α)
μικτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ- του μίγνυμι / μείγνυμι. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ' αποκοπήν του β' συνθετικού από σύνθ. σε -μιγής (πρβλ. α-μιγής, συμ-μιγής)].