μόνοικος: Difference between revisions

From LSJ

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
(8)
 
(25)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=mo/noikos
|Beta Code=mo/noikos
|Definition=ὁ, epith. of Heracles in Southern Gaul, <span class="bibl">Str.4.6.3</span>.
|Definition=ὁ, epith. of Heracles in Southern Gaul, <span class="bibl">Str.4.6.3</span>.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μόνοικος]], ὁ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μόνοικο [[φυτό]]»<br /><b>βοτ.</b> το [[φυτό]] που φέρει άρρενα και [[θήλεα]] [[άνθη]] [[μαζί]] στο ίδιο [[στέλεχος]], σε [[αντιδιαστολή]] με το δίοικο [[φυτό]]<br />β) «[[μόνοικος]] [[μύκητας]]» — ο [[μύκητας]] που φέρει τα όργανα τών δύο φύλων στον ίδιο θαλλό, [[καθώς]] και όλα τα είδη μυκήτων που δεν έχουν αναπαραγωγικά όργανα και στα οποία το [[μυκήλιο]] μπορεί να [[είναι]] τόσο [[δότης]] όσο και [[δέκτης]] πυρήνων<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσωνυμία]] του Ηρακλέους στη Νότια Γαλατία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόνοικος Medium diacritics: μόνοικος Low diacritics: μόνοικος Capitals: ΜΟΝΟΙΚΟΣ
Transliteration A: mónoikos Transliteration B: monoikos Transliteration C: monoikos Beta Code: mo/noikos

English (LSJ)

ὁ, epith. of Heracles in Southern Gaul, Str.4.6.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μόνοικος, ὁ)
νεοελλ.
φρ. α) «μόνοικο φυτό»
βοτ. το φυτό που φέρει άρρενα και θήλεα άνθη μαζί στο ίδιο στέλεχος, σε αντιδιαστολή με το δίοικο φυτό
β) «μόνοικος μύκητας» — ο μύκητας που φέρει τα όργανα τών δύο φύλων στον ίδιο θαλλό, καθώς και όλα τα είδη μυκήτων που δεν έχουν αναπαραγωγικά όργανα και στα οποία το μυκήλιο μπορεί να είναι τόσο δότης όσο και δέκτης πυρήνων
αρχ.
προσωνυμία του Ηρακλέους στη Νότια Γαλατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + οἶκος.