μόνοικος

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόνοικος Medium diacritics: μόνοικος Low diacritics: μόνοικος Capitals: ΜΟΝΟΙΚΟΣ
Transliteration A: mónoikos Transliteration B: monoikos Transliteration C: monoikos Beta Code: mo/noikos

English (LSJ)

ὁ, epithet of Heracles in Southern Gaul, Str.4.6.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μόνοικος, ὁ)
νεοελλ.
φρ. α) «μόνοικο φυτό»
βοτ. το φυτό που φέρει άρρενα και θήλεα άνθη μαζί στο ίδιο στέλεχος, σε αντιδιαστολή με το δίοικο φυτό
β) «μόνοικος μύκητας» — ο μύκητας που φέρει τα όργανα τών δύο φύλων στον ίδιο θαλλό, καθώς και όλα τα είδη μυκήτων που δεν έχουν αναπαραγωγικά όργανα και στα οποία το μυκήλιο μπορεί να είναι τόσο δότης όσο και δέκτης πυρήνων
αρχ.
προσωνυμία του Ηρακλέους στη Νότια Γαλατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + οἶκος.