μονόχροιος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(6_16)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονόχροιος''': -ον, = [[μονόχροος]], θήλειαι δέ εἰσι μονόχροιοι Ξενοκρ. 28, σ. 469, [[ἔνθα]] ὁ Κοραῆς (σ. 15) ἐξέδωκε μονόχροοι.
|lstext='''μονόχροιος''': -ον, = [[μονόχροος]], θήλειαι δέ εἰσι μονόχροιοι Ξενοκρ. 28, σ. 469, [[ἔνθα]] ὁ Κοραῆς (σ. 15) ἐξέδωκε μονόχροοι.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονόχροιος]], -ον (Α)<br />[[μονόχρους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χροιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χροιά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιδιό</i>-<i>χροιος</i>, [[λευκό]]-<i>χροιος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόχροιος Medium diacritics: μονόχροιος Low diacritics: μονόχροιος Capitals: ΜΟΝΟΧΡΟΙΟΣ
Transliteration A: monóchroios Transliteration B: monochroios Transliteration C: monochroios Beta Code: mono/xroios

English (LSJ)

ον,

   A v.l. for μονόχροος in Xenocr. ap. Orib.2.58.109.

German (Pape)

[Seite 206] = μονόχροος, Xenocr. de alim., zw.

Greek (Liddell-Scott)

μονόχροιος: -ον, = μονόχροος, θήλειαι δέ εἰσι μονόχροιοι Ξενοκρ. 28, σ. 469, ἔνθα ὁ Κοραῆς (σ. 15) ἐξέδωκε μονόχροοι.

Greek Monolingual

μονόχροιος, -ον (Α)
μονόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χροιος (< χροιά), πρβλ. ιδιό-χροιος, λευκό-χροιος].