μεγαλόκοτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(6_16)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγαλόκοτος''': -ον, [[μεγάλως]] ὠργισμένος, Ἀπολλωνίου Λεξ. Ὁμ. σ. 318 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[ζάκοτος]]. ― Ἐπίρρ. μεγαλοκότως Ἡσύχ. ἐν λ. ζαφελῶς.
|lstext='''μεγαλόκοτος''': -ον, [[μεγάλως]] ὠργισμένος, Ἀπολλωνίου Λεξ. Ὁμ. σ. 318 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[ζάκοτος]]. ― Ἐπίρρ. μεγαλοκότως Ἡσύχ. ἐν λ. ζαφελῶς.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλόκοτος]], -ον (Α)<br />πολύ οργισμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαλοκότως</i> (Α)<br />με [[μεγάλη]] [[οργή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κότος]] «[[οργή]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[βαρύ]]-<i>κοτος</i>, <i>νεό</i>-<i>κοτος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόκοτος Medium diacritics: μεγαλόκοτος Low diacritics: μεγαλόκοτος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΟΤΟΣ
Transliteration A: megalókotos Transliteration B: megalokotos Transliteration C: megalokotos Beta Code: megalo/kotos

English (LSJ)

ον,

   A gloss on ζάκοτος, Sch.Pi.Pae.9.18, EM407.16. Adv. -τως, gloss on ζαφελῶς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 106] sehr zürnend, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μεγαλόκοτος: -ον, μεγάλως ὠργισμένος, Ἀπολλωνίου Λεξ. Ὁμ. σ. 318 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ζάκοτος. ― Ἐπίρρ. μεγαλοκότως Ἡσύχ. ἐν λ. ζαφελῶς.

Greek Monolingual

μεγαλόκοτος, -ον (Α)
πολύ οργισμένος.
επίρρ...
μεγαλοκότως (Α)
με μεγάλη οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + κότος «οργή» (πρβλ. βαρύ-κοτος, νεό-κοτος)].