μεταλλομιγής: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
(25)
(No difference)

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ές
φρ. «μεταλλομιγής λίθος»
(ορυκτ.) λίθος αναμεμιγμένος ή εμποτισμένος με μετάλλευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + -μιγής (< μίγνυμι), πρβλ. θηριο-μιγής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως].