μεγαλοβρεμέτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
(6_19) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλοβρεμέτης''': -ου, ὁ, ὁ [[μεγάλως]] βρέμων, ἰσχυρῶς βροντῶν, Κόϊντ. Σμ. 2. 508. | |lstext='''μεγᾰλοβρεμέτης''': -ου, ὁ, ὁ [[μεγάλως]] βρέμων, ἰσχυρῶς βροντῶν, Κόϊντ. Σμ. 2. 508. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεγαλοβρεμέτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που βροντά [[δυνατά]] («Διὸς μεγαλοβρεμέταο», Κόιντ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βρεμέτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρέμω]] «[[βροντώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγα</i>-<i>βρεμέτης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A loud-thundering, Ζεύς Q.S.2.508.
German (Pape)
[Seite 105] ὁ, der laut Tosende, Qu. Sm. 2, 508, Ζεύς.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοβρεμέτης: -ου, ὁ, ὁ μεγάλως βρέμων, ἰσχυρῶς βροντῶν, Κόϊντ. Σμ. 2. 508.
Greek Monolingual
μεγαλοβρεμέτης, ὁ (Α)
αυτός που βροντά δυνατά («Διὸς μεγαλοβρεμέταο», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -βρεμέτης (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. μεγα-βρεμέτης].