μάρα: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(slb) |
(24) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>μάρα</b> ? Σ, B. T. Hom., O. 137: [[μάρη]] γὰρ ἡ [[χείρ]] κατὰ Πίνδαρον (αἱ χεῖρες v. l.: “Utrum Pindaro μάρα an μάρεα tribuendum [[sit]], parum liquet,” Schr.; v. Forssman, 135ff.) fr. 310. | |sltr=<b>μάρα</b> ? Σ, B. T. Hom., O. 137: [[μάρη]] γὰρ ἡ [[χείρ]] κατὰ Πίνδαρον (αἱ χεῖρες v. l.: “Utrum Pindaro μάρα an μάρεα tribuendum [[sit]], parum liquet,” Schr.; v. Forssman, 135ff.) fr. 310. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=η<br /><b>1.</b> [[μαρασμός]], [[στενοχώρια]], [[μαράζι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «η [[σάρα]] και η [[μάρα]] και το [[κακό]] [[συναπάντημα]]» — όχλος, [[συρφετός]]<br />β) «άρες μάρες κουκουνάρες» ή «άρες μάρες κουταμάρες» — ασυναρτησίες, ακατανόητα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πλαστή λ. από τη [[φράση]] «άρες μάρες» (για τη [[χρήση]] της λ. στη [[φράση]] «άρες μάρες» <b>βλ. λ.</b> <i>αρά</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:27, 29 September 2017
English (Slater)
μάρα ? Σ, B. T. Hom., O. 137: μάρη γὰρ ἡ χείρ κατὰ Πίνδαρον (αἱ χεῖρες v. l.: “Utrum Pindaro μάρα an μάρεα tribuendum sit, parum liquet,” Schr.; v. Forssman, 135ff.) fr. 310.
Greek Monolingual
η
1. μαρασμός, στενοχώρια, μαράζι
2. φρ. α) «η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα» — όχλος, συρφετός
β) «άρες μάρες κουκουνάρες» ή «άρες μάρες κουταμάρες» — ασυναρτησίες, ακατανόητα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. από τη φράση «άρες μάρες» (για τη χρήση της λ. στη φράση «άρες μάρες» βλ. λ. αρά)].