μόλγινος: Difference between revisions
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(6_11) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μόλγῐνος''': -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ δέρματος βοός, φυσητὴρ [[Πολυδ]]. Ιʹ 187. | |lstext='''μόλγῐνος''': -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ δέρματος βοός, φυσητὴρ [[Πολυδ]]. Ιʹ 187. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μόλγινος]], -ίνη, -ον (Α) [[μολγός]]<br />κατασκευασμένος από [[δέρμα]] βοδιού. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A made of ox-hide, φυσητῆρες Theodorid. ap. Poll.10.187.
German (Pape)
[Seite 199] von Rindsleder gemacht, Poll. 10, 187 aus Theodorid.
Greek (Liddell-Scott)
μόλγῐνος: -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ δέρματος βοός, φυσητὴρ Πολυδ. Ιʹ 187.
Greek Monolingual
μόλγινος, -ίνη, -ον (Α) μολγός
κατασκευασμένος από δέρμα βοδιού.