μιτροχίτων: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(6_3) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μιτροχίτων''': [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιτῶνα [[μετὰ]] ζώνης ἢ ἐζωσμένον, Ἀθήν. 523D. | |lstext='''μιτροχίτων''': [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιτῶνα [[μετὰ]] ζώνης ἢ ἐζωσμένον, Ἀθήν. 523D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μιτροχίτων]], -ωνος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει τον χιτώνα ζωσμένο με [[μίτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίτρα]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>χίτων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χιτών]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κηρο</i>-<i>χίτων</i>, <i>λινο</i>-<i>χίτων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A with girded tunic, Ath.12.523d.
German (Pape)
[Seite 193] ωνος, mit einem Gürtel um das Unterkleid, Ath. XII, 523 c, im Ggstz von ἄζωστος od. ἀμιτροχίτων.
Greek (Liddell-Scott)
μιτροχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιτῶνα μετὰ ζώνης ἢ ἐζωσμένον, Ἀθήν. 523D.
Greek Monolingual
μιτροχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει τον χιτώνα ζωσμένο με μίτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίτρα (Ι) + -χίτων (< χιτών), πρβλ. κηρο-χίτων, λινο-χίτων].