λευκίτης: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, = [[λευκός]], Θεόκρ. 5. 147. | |lstext='''λευκίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, = [[λευκός]], Θεόκρ. 5. 147. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[λευκίτης]], δωρ. τ. λευκίτας) [[λευκός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> αργιλοπυριτικό [[ορυκτό]] του καλίου το οποίο [[είναι]] ένα από τα σημαντικότερα ορυκτά τών αστριοειδών<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[κριάρι]]) [[λευκός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, Dor. -ᾱς, ὁ,
A = λευκός 11, of a ram, Theoc.5.147.
German (Pape)
[Seite 33] ὁ, = λευκός, Theocr. 5, 147.
Greek (Liddell-Scott)
λευκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = λευκός, Θεόκρ. 5. 147.
Greek Monolingual
ο (Α λευκίτης, δωρ. τ. λευκίτας) λευκός
νεοελλ.
(ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό του καλίου το οποίο είναι ένα από τα σημαντικότερα ορυκτά τών αστριοειδών
αρχ.
(για κριάρι) λευκός.