λευκόπυγος: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
(6_17)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκόπῡγος''': -ον, ὁ ἔχων λευκὴν πυγήν, [[λευκόπρωκτος]], μεταφ. «ὁ [[ἄνανδρος]], [[ἔμπαλιν]] δὲ μελαμπύγους τοὺς ἀνδρείους ἔλεγον» Ἡσύχ., Ἄλεξ. παρ’ Εὐσταθ. 863. 29· πρβλ. μελάμπῡγος.
|lstext='''λευκόπῡγος''': -ον, ὁ ἔχων λευκὴν πυγήν, [[λευκόπρωκτος]], μεταφ. «ὁ [[ἄνανδρος]], [[ἔμπαλιν]] δὲ μελαμπύγους τοὺς ἀνδρείους ἔλεγον» Ἡσύχ., Ἄλεξ. παρ’ Εὐσταθ. 863. 29· πρβλ. μελάμπῡγος.
}}
{{grml
|mltxt=[[λευκόπυγος]], -ον (Α)<br />[[λευκόπρωκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πυγή]] «γλουτοί» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-<i>πυγος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόπῡγος Medium diacritics: λευκόπυγος Low diacritics: λευκόπυγος Capitals: ΛΕΥΚΟΠΥΓΟΣ
Transliteration A: leukópygos Transliteration B: leukopygos Transliteration C: lefkopygos Beta Code: leuko/pugos

English (LSJ)

ον,

   A = λευκόπρωκτος, Alex.321.

German (Pape)

[Seite 34] = λευκόπρωκτος, Alexis bei Eust. 863, 29; VLL. erkl. ἄνανδρος, vgl. Paroemiogr. App. 3, 62.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόπῡγος: -ον, ὁ ἔχων λευκὴν πυγήν, λευκόπρωκτος, μεταφ. «ὁ ἄνανδρος, ἔμπαλιν δὲ μελαμπύγους τοὺς ἀνδρείους ἔλεγον» Ἡσύχ., Ἄλεξ. παρ’ Εὐσταθ. 863. 29· πρβλ. μελάμπῡγος.

Greek Monolingual

λευκόπυγος, -ον (Α)
λευκόπρωκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + πυγή «γλουτοί» (πρβλ. καλλί-πυγος)].