λίμνηθεν: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_6)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λίμνηθεν''': ἐπίρρ. ἐκ τῆς λίμνης ἢ τῆς θαλάσσης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1579.
|lstext='''λίμνηθεν''': ἐπίρρ. ἐκ τῆς λίμνης ἢ τῆς θαλάσσης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1579.
}}
{{grml
|mltxt=[[λίμνηθεν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> από τη [[λίμνη]] ή από τη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίμνη]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κρήνη]]-<i>θεν</i>, [[πάτρη]]-<i>θεν</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίμνηθεν Medium diacritics: λίμνηθεν Low diacritics: λίμνηθεν Capitals: ΛΙΜΝΗΘΕΝ
Transliteration A: límnēthen Transliteration B: limnēthen Transliteration C: limnithen Beta Code: li/mnhqen

English (LSJ)

Adv.

   A from the lake or sea, A.R.4.1579.

German (Pape)

[Seite 48] aus der See, Ap. Rh. 4, 1579.

Greek (Liddell-Scott)

λίμνηθεν: ἐπίρρ. ἐκ τῆς λίμνης ἢ τῆς θαλάσσης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1579.

Greek Monolingual

λίμνηθεν (Α)
επίρρ. από τη λίμνη ή από τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. κρήνη-θεν, πάτρη-θεν)].