λινοκαλάμη: Difference between revisions
From LSJ
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
(6_9) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐνοκαλάμη''': ἡ, = [[ἀμοργίς]], [[λεπτὸν]] «λινάρι», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 736˙ περιληπτ., [[ἄχυρον]] λίνου ἢ ἀκοπάνιστον λινάρι, χρησιμεῦον πρὸς στέγασιν, Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυῆ Βʹ, 6), πρβλ. Ἱππ. 580. 46, Διόδ. 1. 60˙ - λινοκαλαμίς, ἡ, [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ λίνου, Διοσκ. Νόθ. 2. 125. | |lstext='''λῐνοκαλάμη''': ἡ, = [[ἀμοργίς]], [[λεπτὸν]] «λινάρι», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 736˙ περιληπτ., [[ἄχυρον]] λίνου ἢ ἀκοπάνιστον λινάρι, χρησιμεῦον πρὸς στέγασιν, Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυῆ Βʹ, 6), πρβλ. Ἱππ. 580. 46, Διόδ. 1. 60˙ - λινοκαλαμίς, ἡ, [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ λίνου, Διοσκ. Νόθ. 2. 125. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λινοκαλάμη]], ἡ (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[λινοκαλάμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:33, 29 September 2017
English (LSJ)
[λᾰ], ἡ,
A = ἀμοργίς, fine flax, PCair.Zen.470 (iii B. C.), Cleopatra ap.Gal.12.433, Sch.Ar.Lys.736; collectively, flax-straw, used as thatch, LXX Jo.2.6, cf. Eust.ad D.P.525, POxy.103.9 (iv A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 49] ἡ, = Folgdm, Schol. Ar. Lys. 736.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνοκαλάμη: ἡ, = ἀμοργίς, λεπτὸν «λινάρι», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 736˙ περιληπτ., ἄχυρον λίνου ἢ ἀκοπάνιστον λινάρι, χρησιμεῦον πρὸς στέγασιν, Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυῆ Βʹ, 6), πρβλ. Ἱππ. 580. 46, Διόδ. 1. 60˙ - λινοκαλαμίς, ἡ, ὄνομα τοῦ φυτοῦ λίνου, Διοσκ. Νόθ. 2. 125.
Greek Monolingual
λινοκαλάμη, ἡ (ΑM)
βλ. λινοκαλάμι.