λιπόνηρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(6_3)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λιπόνηρος''': «[[λίαν]] [[πονηρός]]» Ἡσύχ.
|lstext='''λιπόνηρος''': «[[λίαν]] [[πονηρός]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιπόνηρος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λίαν]] [[πονηρός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λῖ</i> ([[άλλος]] τ. του επιρρ. [[λίαν]]) <span style="color: red;">+</span> [[πονηρός]].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑπόνηρος Medium diacritics: λιπόνηρος Low diacritics: λιπόνηρος Capitals: ΛΙΠΟΝΗΡΟΣ
Transliteration A: lipónēros Transliteration B: liponēros Transliteration C: liponiros Beta Code: lipo/nhros

English (LSJ)

λίαν πονηρός, Hsch.; cf. λῖ.

Greek (Liddell-Scott)

λιπόνηρος: «λίαν πονηρός» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λιπόνηρος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λίαν πονηρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῖ (άλλος τ. του επιρρ. λίαν) + πονηρός.