λίχνευμα: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(6_22)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λίχνευμα''': τό, ὀρεκτικὸν [[φαγητόν]], Σώφρων παρ’ Ἀθην. 86Ε.
|lstext='''λίχνευμα''': τό, ὀρεκτικὸν [[φαγητόν]], Σώφρων παρ’ Ἀθην. 86Ε.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[λίχνευμα]]) [[λιχνεύω]]<br />ορεκτικό [[φαγητό]], [[λειχουδιά]], [[μεζές]].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίχνευμα Medium diacritics: λίχνευμα Low diacritics: λίχνευμα Capitals: ΛΙΧΝΕΥΜΑ
Transliteration A: líchneuma Transliteration B: lichneuma Transliteration C: lichnevma Beta Code: li/xneuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a dainty, delicacy, Sophr.24.

German (Pape)

[Seite 55] τό, Leckerei, leckeres Essen, Sophron bei Ath. III, 86 d.

Greek (Liddell-Scott)

λίχνευμα: τό, ὀρεκτικὸν φαγητόν, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 86Ε.

Greek Monolingual

το (Α λίχνευμα) λιχνεύω
ορεκτικό φαγητό, λειχουδιά, μεζές.