λιτουργός: Difference between revisions

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
(6_17)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λιτουργός''': -όν, κατὰ τὸν Ἡσύχ. [[πανοῦργος]], Σιμων. Ἰαμβ. 6. 12, [[μετὰ]] διαφ. γραφῆς, λιτοργός, -ωργός· - [[ὅθεν]] λιτουργέω, = κακὰ [[λέγω]], κατὰ τὸν Δίδυμον παρ’ Ἀμμων. - Ἐν μεταγεν. ἐπιγραφαῖς [[ἐνίοτε]] φέρονται τὰ [[λιτουργός]], έω, -ημα, -ία, ἀντὶ τῶν [[λειτουργός]], κτλ.
|lstext='''λιτουργός''': -όν, κατὰ τὸν Ἡσύχ. [[πανοῦργος]], Σιμων. Ἰαμβ. 6. 12, [[μετὰ]] διαφ. γραφῆς, λιτοργός, -ωργός· - [[ὅθεν]] λιτουργέω, = κακὰ [[λέγω]], κατὰ τὸν Δίδυμον παρ’ Ἀμμων. - Ἐν μεταγεν. ἐπιγραφαῖς [[ἐνίοτε]] φέρονται τὰ [[λιτουργός]], έω, -ημα, -ία, ἀντὶ τῶν [[λειτουργός]], κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιτουργός]], -όν και λιτοργός, λιτωργός, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[πανούργος]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λιτουργόν]]<br />κακοῡργον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιτός]] (I) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λιτουργός: -όν, κατὰ τὸν Ἡσύχ. πανοῦργος, Σιμων. Ἰαμβ. 6. 12, μετὰ διαφ. γραφῆς, λιτοργός, -ωργός· - ὅθεν λιτουργέω, = κακὰ λέγω, κατὰ τὸν Δίδυμον παρ’ Ἀμμων. - Ἐν μεταγεν. ἐπιγραφαῖς ἐνίοτε φέρονται τὰ λιτουργός, έω, -ημα, -ία, ἀντὶ τῶν λειτουργός, κτλ.

Greek Monolingual

λιτουργός, -όν και λιτοργός, λιτωργός, -όν (Α)
1. πανούργος
2. (κατά τον Ησύχ.) «λιτουργόν
κακοῡργον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + -ουργός (< ἔργον)].