λοξοειδής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοξοειδής''': -ές, λοξῶς τὸ [[εἶδος]], [[σκολιός]], Γλωσσ. - Ἐπίρρ. -δῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 2, 217. | |lstext='''λοξοειδής''': -ές, λοξῶς τὸ [[εἶδος]], [[σκολιός]], Γλωσσ. - Ἐπίρρ. -δῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 2, 217. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[λοξοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με λοξό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λοξοειδώς</i> (Μ λοξοειδῶς)<br />με λοξοειδή τρόπο. | |||
}} | }} |