λυμαντήρ: Difference between revisions
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />destructeur.<br />'''Étymologie:''' λυμαίνομαι. | |btext=ῆρος (ὁ) :<br />destructeur.<br />'''Étymologie:''' λυμαίνομαι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λυμαντήρ]], ῆρος, ὁ (A)<br />[[λυμαίνω]]<br />[[αφανιστής]], [[καταστροφέας]], λυμεώνας. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A spoiler, destroyer, φιλίας X.Hier.3.3.
Greek (Liddell-Scott)
λῡμαντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ λυμαινόμενός τι, ὁ καταστρέφων τι, καταστροφεύς, ὅτι λυμαντῆρας αὐτοὺς (τοὺς μοιχοὺς δηλ.) νομίζουσι τῆς τῶν γυναικῶν φιλίας πρὸς τοὺς ἄνδρας Ξεν. Ἱέρ. 3. 3.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
destructeur.
Étymologie: λυμαίνομαι.
Greek Monolingual
λυμαντήρ, ῆρος, ὁ (A)
λυμαίνω
αφανιστής, καταστροφέας, λυμεώνας.