λυπησίλογος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
(6_18)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῡπησίλογος''': -ον, προξενῶν λύπην διὰ τῶν λόγων [[αὐτοῦ]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 42.
|lstext='''λῡπησίλογος''': -ον, προξενῶν λύπην διὰ τῶν λόγων [[αὐτοῦ]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 42.
}}
{{grml
|mltxt=[[λυπησίλογος]], -ον (Α)<br />αυτός που με τα [[λόγια]] του προξενεί [[λύπη]], [[ενόχληση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λυπησ</i>- του αορ. του <i>λυπῶ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡπησίλογος Medium diacritics: λυπησίλογος Low diacritics: λυπησίλογος Capitals: ΛΥΠΗΣΙΛΟΓΟΣ
Transliteration A: lypēsílogos Transliteration B: lypēsilogos Transliteration C: lypisilogos Beta Code: luphsi/logos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A giving pain by talking, Cratin.343.

Greek (Liddell-Scott)

λῡπησίλογος: -ον, προξενῶν λύπην διὰ τῶν λόγων αὐτοῦ, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 42.

Greek Monolingual

λυπησίλογος, -ον (Α)
αυτός που με τα λόγια του προξενεί λύπη, ενόχληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυπησ- του αορ. του λυπῶ + -λόγος, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.