λυσίτοκος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(Bailly1_3)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=[ῡῐ] ος, ον :<br />qui facilite l’accouchement NONN 41.166.<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[τόκος]].
|btext=[ῡῐ] ος, ον :<br />qui facilite l’accouchement NONN 41.166.<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[τόκος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λυσίτοκος]], -ον (Α)<br />αυτός που απελευθερώθηκε με τον τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγχί</i>-<i>τοκος</i>, <i>νεό</i>-<i>τοκος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

[ῡῐ] ος, ον :
qui facilite l’accouchement NONN 41.166.
Étymologie: λύω, τόκος.

Greek Monolingual

λυσίτοκος, -ον (Α)
αυτός που απελευθερώθηκε με τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. αγχί-τοκος, νεό-τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].