λυσσοδίωκτος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(6_17)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λυσσοδίωκτος''': -ον, καταδιωκόμενος ὑπὸ μανίας, Ξεν. Ἐφ. 1, 6.
|lstext='''λυσσοδίωκτος''': -ον, καταδιωκόμενος ὑπὸ μανίας, Ξεν. Ἐφ. 1, 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[λυσσοδίωκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που διώκεται, που κατέχεται από [[μανία]], [[ιδίως]] ερωτική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίωκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διώκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[δημο]]-<i>δίωκτος</i>, <i>λυκο</i>-<i>δίωκτος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυσσοδίωκτος Medium diacritics: λυσσοδίωκτος Low diacritics: λυσσοδίωκτος Capitals: ΛΥΣΣΟΔΙΩΚΤΟΣ
Transliteration A: lyssodíōktos Transliteration B: lyssodiōktos Transliteration C: lyssodioktos Beta Code: lussodi/wktos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A pursued by madness, Orac. ap. X.Eph.1. 6.

Greek (Liddell-Scott)

λυσσοδίωκτος: -ον, καταδιωκόμενος ὑπὸ μανίας, Ξεν. Ἐφ. 1, 6.

Greek Monolingual

λυσσοδίωκτος, -ον (Α)
αυτός που διώκεται, που κατέχεται από μανία, ιδίως ερωτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -δίωκτος (< διώκω), πρβλ. δημο-δίωκτος, λυκο-δίωκτος].