λωπίζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_13a) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λωπίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[λῶπος]]) [[ἐκδύω]], γυμνώνω, Ἡσύχ., Σουΐδ.˙ νῦν μόνον ἐν συνθέτοις εὑρισκόμενον, [[ἀπολωπίζω]], [[περιλωπίζω]], κτλ.˙ ― τὸ ἐν Σοφ. Τρ. 925, ἐκ δ’ ἐλώπισε πλευράν, ἀνήκει εἰς τὸ [[ἐκλωπίζω]]. ― Πρβλ. [[λοπίζω]]. | |lstext='''λωπίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[λῶπος]]) [[ἐκδύω]], γυμνώνω, Ἡσύχ., Σουΐδ.˙ νῦν μόνον ἐν συνθέτοις εὑρισκόμενον, [[ἀπολωπίζω]], [[περιλωπίζω]], κτλ.˙ ― τὸ ἐν Σοφ. Τρ. 925, ἐκ δ’ ἐλώπισε πλευράν, ἀνήκει εἰς τὸ [[ἐκλωπίζω]]. ― Πρβλ. [[λοπίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λωπίζω]] Α) [[λώπη]]<br />[[γδύνω]], [[γυμνώνω]], [[κυρίως]] από ρούχα ή όπλα («ἐκ δ' ἐλώπισεν πλευρὰν ἅπασαν ὠλένην τ' εὐώνυμον», <b>Σοφ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
A uncover, strip, Hsch., Suid.: found only in compds. ἀπολωπίζω, περιλωπίζω, etc.; S.Tr.925, ἐκ δ' ἐλώπισεν πλευράν, belongs to ἐκλωπίζω.—Cf. λοπίζω.
Greek (Liddell-Scott)
λωπίζω: μέλλ. -ίσω, (λῶπος) ἐκδύω, γυμνώνω, Ἡσύχ., Σουΐδ.˙ νῦν μόνον ἐν συνθέτοις εὑρισκόμενον, ἀπολωπίζω, περιλωπίζω, κτλ.˙ ― τὸ ἐν Σοφ. Τρ. 925, ἐκ δ’ ἐλώπισε πλευράν, ἀνήκει εἰς τὸ ἐκλωπίζω. ― Πρβλ. λοπίζω.
Greek Monolingual
λωπίζω Α) λώπη
γδύνω, γυμνώνω, κυρίως από ρούχα ή όπλα («ἐκ δ' ἐλώπισεν πλευρὰν ἅπασαν ὠλένην τ' εὐώνυμον», Σοφ.).