ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(Μ λωλάγρα, η)1. ανοησία, βλακεία2. τρέλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λωλός + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. λυσσ-άγρα, ποδ-άγρα)].