λωτοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source
(6_8)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λωτοειδής''': -ές, πρὸς λωτὸν [[ὅμοιος]] (σημασ. IV), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 12.
|lstext='''λωτοειδής''': -ές, πρὸς λωτὸν [[ὅμοιος]] (σημασ. IV), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 12.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[λωτοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με λωτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωτοειδής Medium diacritics: λωτοειδής Low diacritics: λωτοειδής Capitals: ΛΩΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: lōtoeidḗs Transliteration B: lōtoeidēs Transliteration C: lotoeidis Beta Code: lwtoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A lotus-like (signf. III. I), Thphr.HP4.2.12.

Greek (Liddell-Scott)

λωτοειδής: -ές, πρὸς λωτὸν ὅμοιος (σημασ. IV), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 12.

Greek Monolingual

-ές (Α λωτοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λωτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + -ειδής].