Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαγύδαρις: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> racine et graine du laserpitium ([[σίλφιον]]);<br /><b>2</b> plante inconnue.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt prob. à la Libye, ou pê à la Syrie.
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> racine et graine du laserpitium ([[σίλφιον]]);<br /><b>2</b> plante inconnue.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt prob. à la Libye, ou pê à la Syrie.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[μαγύδαρις]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] δικότυλων ποωδών [[φυτών]] της οικογένειας τών σκιαδοφόρων, με δύο είδη, της Ισπανίας, της Σικελίας και της ΒΔ. Αφρικής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[φυτό]] πράγκος ο [[νομευτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[καρπός]], η [[ρίζα]] ή ο [[χυμός]] του σιλφίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λιβυκό ή συριακό [[δάνειο]]].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαγύδαρις Medium diacritics: μαγύδαρις Low diacritics: μαγύδαρις Capitals: ΜΑΓΥΔΑΡΙΣ
Transliteration A: magýdaris Transliteration B: magydaris Transliteration C: magydaris Beta Code: magu/daris

English (LSJ)

ἡ,

   A inflorescence of the σίλφιον, Thphr.HP6.3.4; also its seed (or root), Dsc.3.80; also its sap, Hsch.    II another plant, distinct from σίλφιον, Prangos ferulacea, Thphr.HP1.6.12, 6.3.7, Dsc. l.c., Gp.2.35.9 (μαγοδ- codd.). [m[acaron]gūd[acaron]r[icaron]s Plaut.Rud.633.]

Greek (Liddell-Scott)

μαγύδαρις: ἡ, ὁ σπόρος τοῦ σιλφίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 4· καὶ ἡ ῥίζα αὐτοῦ, Διοσκ. 3. 94. ΙΙ. ἕτερον φυτὸν διάφορον τοῦ σιλφίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 12. [μᾰγῡδᾰρῐς, Plaut. Rud. 3. 2, 19.] - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαγύδαρις· ὀπὸς σιλφίου. οἱ δὲ ἕτερον τοῦ σιλφίου εἶναι μανότερον».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 racine et graine du laserpitium (σίλφιον);
2 plante inconnue.
Étymologie: DELG emprunt prob. à la Libye, ou pê à la Syrie.

Greek Monolingual

η (AM μαγύδαρις)
νεοελλ.
βοτ. γένος δικότυλων ποωδών φυτών της οικογένειας τών σκιαδοφόρων, με δύο είδη, της Ισπανίας, της Σικελίας και της ΒΔ. Αφρικής
μσν.-αρχ.
το φυτό πράγκος ο νομευτικός
αρχ.
ο καρπός, η ρίζα ή ο χυμός του σιλφίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λιβυκό ή συριακό δάνειο].