μᾶλις: Difference between revisions
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
(24) |
(24) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μαλίς]], ἡ (Μ)<br />δωρ. τ.) <b>βλ.</b> [[μηλίς]]. | |mltxt=[[μαλίς]], ἡ (Μ)<br />δωρ. τ.) <b>βλ.</b> [[μηλίς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εως και [[μάλη]], η<br />(AM μᾱλις, -ιος)<br />[[λοιμώδης]] μεταδοτική [[νόσος]] που προσβάλλει [[κυρίως]] τα ιπποειδή, [[αλλά]] μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Παρά τον τ. [[μάλις]], -<i>εως</i> μαρτυρείται και τ. <i>μᾱλίς</i> / [[μηλίς]], -[[ίδος]]. Και τα δύο δηλώνουν νόσους, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως προελθούσες από παρομοιώσεις τών συμπτωμάτων της νόσου [[προς]] το [[σχήμα]], [[χρώμα]] κ.λπ. του <i>μήλου</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 90] ιος, ἡ, auch μῆλις, eine Krankheit der Pferde u. Esel, der Rotz, Suid. u. a. Sp. Bei den Lateinern malleus, Veget.
Greek (Liddell-Scott)
μᾶλις: -ιος, ἡ, νόσος τις τῶν ἵππων καὶ ὄνων, εἶδος κατάρρου, τῶν μυκτήρων· - ὡσαύτως μᾱλιασμός, Λατ. malleus, Ἱππιατρ., Σουΐδ.· μαλίη, παρ’ Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μαλίς, ἡ (Μ)
δωρ. τ.) βλ. μηλίς.
Greek Monolingual
-εως και μάλη, η
(AM μᾱλις, -ιος)
λοιμώδης μεταδοτική νόσος που προσβάλλει κυρίως τα ιπποειδή, αλλά μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παρά τον τ. μάλις, -εως μαρτυρείται και τ. μᾱλίς / μηλίς, -ίδος. Και τα δύο δηλώνουν νόσους, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως προελθούσες από παρομοιώσεις τών συμπτωμάτων της νόσου προς το σχήμα, χρώμα κ.λπ. του μήλου].