μάμμος: Difference between revisions
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
(6_3) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάμμος''': «[[οἰκέτης]]» Ἡσύχ. | |lstext='''μάμμος''': «[[οἰκέτης]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />[[μαιευτήρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[μαμμή]] «[[μαία]]», με [[αλλαγή]] γένους. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].———————— <b>(II)</b><br />[[μάμμος]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[οἰκέτης]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
οἰκέτης, Hsch.
German (Pape)
[Seite 91] ὁ, erkl. Hesych. οἰκέτης.
Greek (Liddell-Scott)
μάμμος: «οἰκέτης» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
ο
μαιευτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαμμή «μαία», με αλλαγή γένους. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].———————— (II)
μάμμος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἰκέτης».