μαντιάρχης: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(6_15)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαντιάρχης''': ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τῶν μάντεων, Ἐπιγραφ. Παλαιπάφου τῆς Κύπρου, CIG. 2640.
|lstext='''μαντιάρχης''': ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τῶν μάντεων, Ἐπιγραφ. Παλαιπάφου τῆς Κύπρου, CIG. 2640.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαντιάρχης]] και [[μαντίαρχος]], ὁ (Α)<br />(στην Κύπρο) ο [[αρχηγός]] τών μάντεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάντις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> / -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυλ</i>-<i>άρχης</i>, <i>στρατ</i>-<i>άρχης</i>].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαντῐάρχης Medium diacritics: μαντιάρχης Low diacritics: μαντιάρχης Capitals: ΜΑΝΤΙΑΡΧΗΣ
Transliteration A: mantiárchēs Transliteration B: mantiarchēs Transliteration C: mantiarchis Beta Code: mantia/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, in Cyprus,

   A president of a college of μάντεις, LW2795:—also μαντῐ-αρχος, ὁ, Myres Cesnola Collection 1909.

Greek (Liddell-Scott)

μαντιάρχης: ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τῶν μάντεων, Ἐπιγραφ. Παλαιπάφου τῆς Κύπρου, CIG. 2640.

Greek Monolingual

μαντιάρχης και μαντίαρχος, ὁ (Α)
(στην Κύπρο) ο αρχηγός τών μάντεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάντις + -άρχης / -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. αυλ-άρχης, στρατ-άρχης].