μάραθος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μάραθον]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μάραθον]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μάραθος]] ὁ, ἡ)<br />το [[μάραθο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[μάραθο]] με [[αλλαγή]] γένους].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 94] ὁ, = Vorigem, Ath. XIII, 596 a; οἱ μάραθοι, Epicharm. bei Ath. II, 70 f.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. μάραθον.

Greek Monolingual

ο (Α μάραθος ὁ, ἡ)
το μάραθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μάραθο με αλλαγή γένους].