ματρυλεῖον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />mauvais lieu, bordel.<br />'''Étymologie:''' DELG de [[μήτηρ]], à travers un diminutif péjoratif.
|btext=ου (τό) :<br />mauvais lieu, bordel.<br />'''Étymologie:''' DELG de [[μήτηρ]], à travers un diminutif péjoratif.
}}
{{grml
|mltxt=ματρυλεῑον και [[ματρύλλιον]] και μαστρύλλιον και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, ματρύλειον, τὸ (Α)<br />ο [[οίκος]] ανοχής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάτρυλλα]]. Ο τ. <i>μαστρύλλιον</i> κατ' [[επίδραση]] του [[μαστροπός]].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾱτρῠλεῖον Medium diacritics: ματρυλεῖον Low diacritics: ματρυλείον Capitals: ΜΑΤΡΥΛΕΙΟΝ
Transliteration A: matryleîon Transliteration B: matryleion Transliteration C: matryleion Beta Code: matrulei=on

English (LSJ)

τό,

   A brothel, Din.Fr.43.5, Men.Epit.429, Plu.2.752c; written ματρύλλιον or μαστρύλλιον ib.1094a, Poll.6.188.

Greek (Liddell-Scott)

ματρῠλεῖον: τό, ὡς τὸ μαστροπεῖον, πορνεῖον, χαμαιτυπεῖον, Μένανδρ. ἐν «Ἐπιτρέπουσι» 4, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ.· ἐν Πλουτ. 2. 1093F, Πολυδ. ϛʹ, 188, φέρεται ἡμαρτημένως: ματρύλλιον ἢ μαστρύλλιον. Καθ’ Ἡσύχ. προπαροξυτόνως: «ματρύλειον· τόπος τῶν πορνευόντων, τουτέστι πορνεῖον, ὅπου οἱ μαστροποί, ἤτοι μαυλισταὶ διέτριβον».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mauvais lieu, bordel.
Étymologie: DELG de μήτηρ, à travers un diminutif péjoratif.

Greek Monolingual

ματρυλεῑον και ματρύλλιον και μαστρύλλιον και, κατά τον Ησύχ., ματρύλειον, τὸ (Α)
ο οίκος ανοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάτρυλλα. Ο τ. μαστρύλλιον κατ' επίδραση του μαστροπός.