μεγαλοείμων: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(6_19) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλοείμων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὁ περιβεβλημένος μεγάλην ἐσθῆτα, Εὐστ. 1430, 25. | |lstext='''μεγᾰλοείμων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὁ περιβεβλημένος μεγάλην ἐσθῆτα, Εὐστ. 1430, 25. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεγαλοείμων]], -ονος, ὁ, ἡ (Μ)<br />αυτός που [[φορά]] [[μεγάλη]] [[εσθήτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[εἷμα]] «[[ένδυμα]], [[ρούχο]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A clad in a large robe, Eust.1430.25.
German (Pape)
[Seite 106] ον, mit großem Kleide, Eust. 1430, 25.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοείμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ περιβεβλημένος μεγάλην ἐσθῆτα, Εὐστ. 1430, 25.
Greek Monolingual
μεγαλοείμων, -ονος, ὁ, ἡ (Μ)
αυτός που φορά μεγάλη εσθήτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -εἷμα «ένδυμα, ρούχο»].