μελαγκόμης: Difference between revisions
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
(b) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0117.png Seite 117]] ὁ, schwarzhaarig, Poll. 2, 24. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0117.png Seite 117]] ὁ, schwarzhaarig, Poll. 2, 24. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελαγκόμης]] και [[μελανοκόμης]], δωρ. τ. μελαγκόμας, ὁ (Α)<br />αυτός που έχει μαύρα μαλλιά, [[μαυρομάλλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κόμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αβρο</i>-[[κόμης]], <i>δαφνο</i>-[[κόμης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A black-haired, Poll.2.24.
German (Pape)
[Seite 117] ὁ, schwarzhaarig, Poll. 2, 24.
Greek Monolingual
μελαγκόμης και μελανοκόμης, δωρ. τ. μελαγκόμας, ὁ (Α)
αυτός που έχει μαύρα μαλλιά, μαυρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -κόμης (< κόμη), πρβλ. αβρο-κόμης, δαφνο-κόμης.