μελάμφωνος: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(6_17) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελάμφωνος''': -ον, ὁ ἔχων ἀμυδράν, ἀσαφῆ ἢ βραχνὴν φωνήν, Λατ. fusca voce, Γαλην. 5. 384. | |lstext='''μελάμφωνος''': -ον, ὁ ἔχων ἀμυδράν, ἀσαφῆ ἢ βραχνὴν φωνήν, Λατ. fusca voce, Γαλην. 5. 384. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελάμφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αμυδρή, μη ευκρινή ή βραχνή [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φωνή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with indistinct voice, Id.5.384.
German (Pape)
[Seite 119] mit dunkler, heiserer Stimme, Gal.
Greek (Liddell-Scott)
μελάμφωνος: -ον, ὁ ἔχων ἀμυδράν, ἀσαφῆ ἢ βραχνὴν φωνήν, Λατ. fusca voce, Γαλην. 5. 384.
Greek Monolingual
μελάμφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει αμυδρή, μη ευκρινή ή βραχνή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + φωνή.