μελανόστολος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />vêtu d’une robe noire.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[στολή]].
|btext=ος, ον :<br />vêtu d’une robe noire.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[στολή]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μελανόστολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[φορά]] μαύρη [[στολή]], μαυροφορεμένος<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[μελανόστολος]]<br />[[προσωνυμία]] της Ίσιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[στολή]].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόστολος Medium diacritics: μελανόστολος Low diacritics: μελανόστολος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: melanóstolos Transliteration B: melanostolos Transliteration C: melanostolos Beta Code: melano/stolos

English (LSJ)

ον,

   A black-robed, Plu.2.372e; epith. of Isis, Epigr.Gr.1023.3 (Egypt).

German (Pape)

[Seite 120] schwarz gekleidet, Plut. Is. et Os. 52.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόστολος: -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν στολήν, Πλούτ. 2. 372D, Ἑλλην. Ἐπιγρ. 1023. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vêtu d’une robe noire.
Étymologie: μέλας, στολή.

Greek Monolingual

μελανόστολος, -ον (Α)
1. αυτός που φορά μαύρη στολή, μαυροφορεμένος
2. το θηλ. ως ουσ. μελανόστολος
προσωνυμία της Ίσιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + στολή.