μέντα: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(24) |
(No difference)
|
Revision as of 07:37, 29 September 2017
Greek Monolingual
(I)
η
1. βοτ. το φυτό μένθη ή μίνθη, που ανήκει σε γένος δικότυλων πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας λαμιίδες, με φύλλα τα οποία με την τριβή αναδίδουν ευχάριστη μυρωδιά που οφείλεται στο αιθέριο έλαιο το οποίο περιέχουν, ονομαζόμενο και αυτό μέντα
1. ηδύποτο με άρωμα μέντας, αλλ. πίπερμαν
3. καραμέλα με άρωμα μέντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. menta < λατ. menta (< μίνθα < αρχ. μίνθη)].———————— (II)
η
1. σφάλμα, λάθος
2. δυστροπία
3. συρραφή τών πανιών πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. menda].