μεθυσοχάρυβδις: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(6_3) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεθῠσοχάρυβδις''': [ᾰ], -ιος, ἡ, κρασοχάρυβδις, κωμικὸν [[ὄνομα]] μεθυούσης γυναικός, Κωμ. Ἀνώνυμ. 271· πρβλ. [[ποντοχάρυβδις]]. | |lstext='''μεθῠσοχάρυβδις''': [ᾰ], -ιος, ἡ, κρασοχάρυβδις, κωμικὸν [[ὄνομα]] μεθυούσης γυναικός, Κωμ. Ἀνώνυμ. 271· πρβλ. [[ποντοχάρυβδις]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεθυσοχάρυβδις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (κωμική [[ονομασία]]) [[γυναίκα]] που όταν μεθάει μεταβάλλεται σε [[Χάρυβδη]]<br /><b>2.</b> αυτή που κάνει [[κακό]] [[μεθύσι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέθυσος]] <span style="color: red;">+</span> [[Χάρυβδις]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ,
A wine-charybdis, nickname for a drunken woman, Com.Adesp.1077.
German (Pape)
[Seite 114] ἡ, die Wein-Charybdis, kom. für Weinsäuferinn, Phryn. in B. A. 51.
Greek (Liddell-Scott)
μεθῠσοχάρυβδις: [ᾰ], -ιος, ἡ, κρασοχάρυβδις, κωμικὸν ὄνομα μεθυούσης γυναικός, Κωμ. Ἀνώνυμ. 271· πρβλ. ποντοχάρυβδις.
Greek Monolingual
μεθυσοχάρυβδις, ἡ (Α)
1. (κωμική ονομασία) γυναίκα που όταν μεθάει μεταβάλλεται σε Χάρυβδη
2. αυτή που κάνει κακό μεθύσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυσος + Χάρυβδις].