μεταγίγνομαι: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
(6_20)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταγίγνομαι''': παρὰ μεταγεν. -[[γίνομαι]] [ῑ]· - [[γίνομαι]] [[μετὰ]] [[ταῦτα]], ἴδε ἐν λ. [[μεταπαυσωλή]]. 2) μεταφέρομαι, ἀπάγομαι [[μακράν]], Ἑβδ. (Β΄ Μακαβ. 2. 1).
|lstext='''μεταγίγνομαι''': παρὰ μεταγεν. -[[γίνομαι]] [ῑ]· - [[γίνομαι]] [[μετὰ]] [[ταῦτα]], ἴδε ἐν λ. [[μεταπαυσωλή]]. 2) μεταφέρομαι, ἀπάγομαι [[μακράν]], Ἑβδ. (Β΄ Μακαβ. 2. 1).
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταγίγνομαι]] (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[μεταγίνομαι]].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταγίγνομαι Medium diacritics: μεταγίγνομαι Low diacritics: μεταγίγνομαι Capitals: ΜΕΤΑΓΙΓΝΟΜΑΙ
Transliteration A: metagígnomai Transliteration B: metagignomai Transliteration C: metagignomai Beta Code: metagi/gnomai

English (LSJ)

later Μεταγειτν-γίνομαι [ῑ],

   A take place later, BGU1038.22 (ii A. D.); to be transferred, carried away, LXX 2 Ma.2.1.

German (Pape)

[Seite 145] (s. γίγνομαι), nachher werden, entstehen, – dazwischen geschehen, – anders werden, geschehen.

Greek (Liddell-Scott)

μεταγίγνομαι: παρὰ μεταγεν. -γίνομαι [ῑ]· - γίνομαι μετὰ ταῦτα, ἴδε ἐν λ. μεταπαυσωλή. 2) μεταφέρομαι, ἀπάγομαι μακράν, Ἑβδ. (Β΄ Μακαβ. 2. 1).

Greek Monolingual

μεταγίγνομαι (ΑM)
βλ. μεταγίνομαι.