μηλών: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(6_22)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηλών''': -ῶνος, ὁ, [[τόπος]] πεφυτευμένος μὲ μηλέας, [[ἄλσος]] μηλεῶν, Λατ. pomentum, Μέγ. Ἐτυμολ. 130. 29, Ἀρκάδ. 13. 3.
|lstext='''μηλών''': -ῶνος, ὁ, [[τόπος]] πεφυτευμένος μὲ μηλέας, [[ἄλσος]] μηλεῶν, Λατ. pomentum, Μέγ. Ἐτυμολ. 130. 29, Ἀρκάδ. 13. 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[μηλών]], -ῶνος, ὁ (Α)<br />[[τόπος]] φυτεμένος με μηλιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ών</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αμπελ</i>-<i>ών</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλών Medium diacritics: μηλών Low diacritics: μηλών Capitals: ΜΗΛΩΝ
Transliteration A: mēlṓn Transliteration B: mēlōn Transliteration C: milon Beta Code: mhlw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A orchard, f.l. for καμηλών (cj.) in EM130.29, Arc. 13.3.

German (Pape)

[Seite 173] ῶνος, ὁ, Obstgarten, E. M. 130, 29 aus Callim.

Greek (Liddell-Scott)

μηλών: -ῶνος, ὁ, τόπος πεφυτευμένος μὲ μηλέας, ἄλσος μηλεῶν, Λατ. pomentum, Μέγ. Ἐτυμολ. 130. 29, Ἀρκάδ. 13. 3.

Greek Monolingual

μηλών, -ῶνος, ὁ (Α)
τόπος φυτεμένος με μηλιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ών (πρβλ. αμπελ-ών)].