μήτοι: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[μή]] <i>in fine</i>. | |btext=v. [[μή]] <i>in fine</i>. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μήτοι]] και μή τοι (Α)<br /><b>1.</b> ισχυρότερος [[τύπος]] του μη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> [[μήτοι]] γε</i><br />[[τουλάχιστον]] όχι («[[μήτοι]] καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ' οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῑν», <b>Πλάτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
or μή τοι, stronger form of μή, with imper. and subj.,
A μή τοι δοκεῖτε A.Pr.436, cf. S.OC1407, 1439, Ant.544, etc.; in an oath, c. inf., A.Eu.765: in Pl.folld. by γε, at least not, R.352c, 388b. 2 after Verbs implying negation, ὅς σ' ἐπεῖχ' ὰεὶ μή τοι . . αἰσχύνειν φίλους S.El.518.
German (Pape)
[Seite 179] nicht doch, mit nichten, keinesweges, Hesiod. u. Folgende; nach ὁρκωμοτήσας, Aesch. Eum. 735; μή τοί με πρὸς θεῶν ἀτιμάσητε, Soph. O. C. 1409, wie Ant. 540; ἣ αὐτοὺς ἐποίει μήτοι καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ' οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῖν, Plat. Rep. I, 352 c, vgl. III, 388 b Phil. 67 a; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μήτοι: ἢ μή τοι, τύπος ἰσχυρότερος τοῦ μή, μετὰ προστ. καὶ ὑποτακτ., μή τοι δοκεῖτε Αἰσχύλ. Πρ. 436, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1407, 1438, Ἀντ. 544, κτλ.· ἐπὶ ὅρκου, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 765· παρὰ Πλάτ., ἑπομένου γε, Πολ. 352C, 382Β. 2) κατόπιν ῥημάτων δηλούντων ἄρνησιν, Σοφ. Ἠλ. 518.
French (Bailly abrégé)
v. μή in fine.
Greek Monolingual
μήτοι και μή τοι (Α)
1. ισχυρότερος τύπος του μη
2. φρ. μήτοι γε
τουλάχιστον όχι («μήτοι καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ' οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῑν», Πλάτ.).