μήτρων: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(25) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μήτρων''': Δωρ. μάτρων, ωνος, ὁ, = [[μήτρως]], Ἑλλ. Ἐπιγρ. 322. 5., 371. 3. | |lstext='''μήτρων''': Δωρ. μάτρων, ωνος, ὁ, = [[μήτρως]], Ἑλλ. Ἐπιγρ. 322. 5., 371. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μήτρων]], δωρ. τ. μάτρων, -ωνος, ὁ (Α)<br />[[μήτρως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταγενέστερος τ. του [[μήτρως]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>matr</i><i>ō</i><i>na</i> «[[οικοδέσποινα]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. μάτρ-, ωνος, ὁ,
A = μήτρως, Epigr.Gr.322.5 (Sardis), 371.3 (Cotiaeum), BCH11.471 (Lydia).
Greek (Liddell-Scott)
μήτρων: Δωρ. μάτρων, ωνος, ὁ, = μήτρως, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 322. 5., 371. 3.
Greek Monolingual
μήτρων, δωρ. τ. μάτρων, -ωνος, ὁ (Α)
μήτρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. του μήτρως (πρβλ. λατ. matrōna «οικοδέσποινα»)].