μονότονος: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
(6_15)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονότονος''': -ον, ([[τόνος]] ΙΙ. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς καὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] μουσικοῦ τόνου, [[ὁμοιόμορφος]], [[μονότονος]]. - Ἐπίρρ. -νως, Λογγῖν. 34. 2. ΙΙ. μεταφορ., [[ἰσχυρογνώμων]], Γλωσσ.· [[ἐντεῦθεν]], [[μονοτονέω]], ἴδε τὴν λέξιν.
|lstext='''μονότονος''': -ον, ([[τόνος]] ΙΙ. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς καὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] μουσικοῦ τόνου, [[ὁμοιόμορφος]], [[μονότονος]]. - Ἐπίρρ. -νως, Λογγῖν. 34. 2. ΙΙ. μεταφορ., [[ἰσχυρογνώμων]], Γλωσσ.· [[ἐντεῦθεν]], [[μονοτονέω]], ἴδε τὴν λέξιν.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονότονος]], -ον)<br />αυτός που αποτελείται από έναν και τον αυτό μουσικό τόνο, [[ομοιόμορφος]], που έχει διαρκώς έναν και μόνο τόνο, που δεν έχει ηχητική [[ποικιλία]]·|| <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ύφος λόγου) <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] υπερβολικά [[ομοιόμορφος]], που στερείται [[κάθε]] περιγραφικής [[ποικιλίας]] και πρωτοτυπίας («μονότονο [[μυθιστόρημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ανιαρός]], [[πληκτικός]] («μονότονη ζωή»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίμονος]], [[αμετάπειστος]], [[ισχυρογνώμων]]<br /><b>2.</b> [[σταθερός]], [[ακλόνητος]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μόνος]] ὤν, ὑπάρχων, [[μονομάχος]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοτόνως</i> και <i>μονότονα</i> (Α μονοτόνως)<br />με μονότονο τρόπο, [[χωρίς]] [[ποικιλία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ανιαρά, [[πληκτικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τόνος]].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονότονος Medium diacritics: μονότονος Low diacritics: μονότονος Capitals: ΜΟΝΟΤΟΝΟΣ
Transliteration A: monótonos Transliteration B: monotonos Transliteration C: monotonos Beta Code: mono/tonos

English (LSJ)

ον, (

   A τόνος 11.2) of one tone in music, uniform, monotonous. Adv. -νως Longin.34.2.    II metaph., obstinate, Ptol.Tetr.163; steady, Heph.Astr.1.1; expld. by μόνος ὤν, ὑπάρχων, μονομάχος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 205] eintönig, von einerlei Ton, übh. einförmig, Gramm. u. Rhett. – Auch adv. μονοτόνως, Longin. 34, 2.

Greek (Liddell-Scott)

μονότονος: -ον, (τόνος ΙΙ. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ μουσικοῦ τόνου, ὁμοιόμορφος, μονότονος. - Ἐπίρρ. -νως, Λογγῖν. 34. 2. ΙΙ. μεταφορ., ἰσχυρογνώμων, Γλωσσ.· ἐντεῦθεν, μονοτονέω, ἴδε τὴν λέξιν.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονότονος, -ον)
αυτός που αποτελείται από έναν και τον αυτό μουσικό τόνο, ομοιόμορφος, που έχει διαρκώς έναν και μόνο τόνο, που δεν έχει ηχητική ποικιλία·