μονοκάλαμος: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(6_17)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοκάλᾰμος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς καλάμου ἢ αὐλοῦ, Ἀθήν. 184Α.
|lstext='''μονοκάλᾰμος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς καλάμου ἢ αὐλοῦ, Ἀθήν. 184Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονοκάλαμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ένα μόνο καυλό ή [[στέλεχος]]<br /><b>2.</b> αυτός που σύγκειται από ένα μόνο [[καλάμι]] («τὴν μονοκάλαμον [[σύριγγα]] Ἕρμῆν εὑρεῑν», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κάλαμος]]].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοκάλᾰμος Medium diacritics: μονοκάλαμος Low diacritics: μονοκάλαμος Capitals: ΜΟΝΟΚΑΛΑΜΟΣ
Transliteration A: monokálamos Transliteration B: monokalamos Transliteration C: monokalamos Beta Code: monoka/lamos

English (LSJ)

ον,

   A with a single stalk or stem, Thphr.HP8.4.3, 8.9.2.    II with a single reed or pipe, Ath.4.184a.

German (Pape)

[Seite 203] einhalmig, einstengelig, σῦριγξ, Ath. IV, 184 a, im Ggstz der πολυκάλαμος.

Greek (Liddell-Scott)

μονοκάλᾰμος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς καλάμου ἢ αὐλοῦ, Ἀθήν. 184Α.

Greek Monolingual

μονοκάλαμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ένα μόνο καυλό ή στέλεχος
2. αυτός που σύγκειται από ένα μόνο καλάμι («τὴν μονοκάλαμον σύριγγα Ἕρμῆν εὑρεῑν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κάλαμος].