μονοπάθεια: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
(6_3)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοπάθεια''': [πᾰ], ἡ, τὸ [[πάθος]] ἑνὸς μόνον μέρους τοῦ σώματος, [[μονοπάθεια]] τῶν ὀφθαλμῶν Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 143.
|lstext='''μονοπάθεια''': [πᾰ], ἡ, τὸ [[πάθος]] ἑνὸς μόνον μέρους τοῦ σώματος, [[μονοπάθεια]] τῶν ὀφθαλμῶν Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 143.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονοπάθεια]], ἡ (Α)<br />[[ασθένεια]] που προσβάλλει ένα μόνο [[μέρος]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πάθεια</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>παθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δισκο</i>-<i>πάθεια</i>].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοπάθεια Medium diacritics: μονοπάθεια Low diacritics: μονοπάθεια Capitals: ΜΟΝΟΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: monopátheia Transliteration B: monopatheia Transliteration C: monopatheia Beta Code: monopa/qeia

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ,

   A suffering in one part of the body only, Alex.Aphr.Pr.1.143 (pl.).

German (Pape)

[Seite 204] ἡ, das Alleinleiden, das Leiden eines einzelnen Theiles allein, τῶν ὀφθαλμῶν, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

μονοπάθεια: [πᾰ], ἡ, τὸ πάθος ἑνὸς μόνον μέρους τοῦ σώματος, μονοπάθεια τῶν ὀφθαλμῶν Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 143.

Greek Monolingual

μονοπάθεια, ἡ (Α)
ασθένεια που προσβάλλει ένα μόνο μέρος του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πάθεια (< -παθής < πάθος), πρβλ. δισκο-πάθεια].