μισοίκειος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(6_16)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μισοίκειος''': -ον, = τῷ προηγ., Πτολεμ. Τετράβ. 164.
|lstext='''μισοίκειος''': -ον, = τῷ προηγ., Πτολεμ. Τετράβ. 164.
}}
{{grml
|mltxt=[[μισοίκειος]], -ον (Α)<br />αυτός που μισεί τους οικείους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οἰκεῖος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλ</i>-<i>οίκειος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισοίκειος Medium diacritics: μισοίκειος Low diacritics: μισοίκειος Capitals: ΜΙΣΟΙΚΕΙΟΣ
Transliteration A: misoíkeios Transliteration B: misoikeios Transliteration C: misoikeios Beta Code: misoi/keios

English (LSJ)

ον, = foreg., Ptol.Tetr.164, Cat.Cod.Astr.2.173.

Greek (Liddell-Scott)

μισοίκειος: -ον, = τῷ προηγ., Πτολεμ. Τετράβ. 164.

Greek Monolingual

μισοίκειος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους οικείους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + οἰκεῖος (πρβλ. φιλ-οίκειος)].