μονόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(6_5)
(25)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονόγλωσσος''': Ἀττ. -ττος, ον, ([[γλῶσσα]]) ὁ μίαν μόνον γλῶσσαν λαλῶν, Εἰρηναῖος 1, 10, σ. 67 (;).
|lstext='''μονόγλωσσος''': Ἀττ. -ττος, ον, ([[γλῶσσα]]) ὁ μίαν μόνον γλῶσσαν λαλῶν, Εἰρηναῖος 1, 10, σ. 67 (;).
}}
{{grml
|mltxt=[[μονόγλωσσος]] και αττ. τ. μονόγλωττος, -ον (Α)<br />αυτός που μιλά μία μόνο [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- - -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>γλωσσος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 202] att. -γλωττος, einzüngig, nur eine Sprache redend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονόγλωσσος: Ἀττ. -ττος, ον, (γλῶσσα) ὁ μίαν μόνον γλῶσσαν λαλῶν, Εἰρηναῖος 1, 10, σ. 67 (;).

Greek Monolingual

μονόγλωσσος και αττ. τ. μονόγλωττος, -ον (Α)
αυτός που μιλά μία μόνο γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- - -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. πολύ-γλωσσος].