μονομαχεῖον: Difference between revisions
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
(6_12) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονομᾰχεῖον''': ἴδε ἐν λέξ. [[μονομάχιον]]. | |lstext='''μονομᾰχεῖον''': ἴδε ἐν λέξ. [[μονομάχιον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=μονομαχεῑον και [[μονομάχιον]], τὸ (ΑΜ) [[μονομάχος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σχολή]] όπου διδασκόταν η [[μονομαχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μονομαχία]] («[[ἀλλά]] καὶ σύ με προσαπολώλεκας, ὦ Χηνίδα, τὸ [[μονομάχιον]] ὑποβαλών», <b>Λουκιαν.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. μονομάχιον.
German (Pape)
[Seite 203] τό, = μονομάχιον, v. l. bei Ath. V, 191 a.
Greek (Liddell-Scott)
μονομᾰχεῖον: ἴδε ἐν λέξ. μονομάχιον.
Greek Monolingual
μονομαχεῑον και μονομάχιον, τὸ (ΑΜ) μονομάχος
μσν.
σχολή όπου διδασκόταν η μονομαχία
αρχ.
μονομαχία («ἀλλά καὶ σύ με προσαπολώλεκας, ὦ Χηνίδα, τὸ μονομάχιον ὑποβαλών», Λουκιαν.).