μόνωτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(6_16) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μόνωτος''': -ον, = [[μονούατος]], Πολέμων παρ’ Ἀθην. 484C. ΙΙ. = [[μόναπος]], Ἀντίγ. Καρύστ. 58. | |lstext='''μόνωτος''': -ον, = [[μονούατος]], Πολέμων παρ’ Ἀθην. 484C. ΙΙ. = [[μόναπος]], Ἀντίγ. Καρύστ. 58. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μόνωτος]], -ον)<br />(για [[αγγείο]]) αυτός που έχει μία [[λαβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει ένα [[αφτί]]<br /><b>αρχ.</b><br />το ζώο [[μόναπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>οὖς</i>, [[ὠτός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τρί</i>-<i>ωτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = μονούατος, Polem.Hist.60, BCH35.286 (Delos, ii B. C.):—Dim. μον-ώτιον, victine (sic), Gloss. II = μόναπος, Antig.Mir.53 cod.
German (Pape)
[Seite 206] = μονούατος, mit einem Henkel; ποτήριον Ath. XI, 467, κώθων 484 c; κοτυλίσκος Poll. 6, 96. – Auch = μόναπος, Antig. Car. 58.
Greek (Liddell-Scott)
μόνωτος: -ον, = μονούατος, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 484C. ΙΙ. = μόναπος, Ἀντίγ. Καρύστ. 58.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μόνωτος, -ον)
(για αγγείο) αυτός που έχει μία λαβή
νεοελλ.
αυτός που έχει ένα αφτί
αρχ.
το ζώο μόναπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ωτος (< οὖς, ὠτός), πρβλ. τρί-ωτος].