μνααῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui pèse une mine;<br /><b>2</b> qui vaut une mine.<br />'''Étymologie:''' [[μνᾶ]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui pèse une mine;<br /><b>2</b> qui vaut une mine.<br />'''Étymologie:''' [[μνᾶ]].
}}
{{grml
|mltxt=μνααῑος και μναῑος και μνάϊος -α, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[βάρος]] το οποίο ισοδυναμεί με μία μνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μνᾶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δοχ</i>-<i>αίος</i>). Ο τ. [[μναῖος]] / <i>μνάϊος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μνᾶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνᾱαῖος Medium diacritics: μνααῖος Low diacritics: μνααίος Capitals: ΜΝΑΑΙΟΣ
Transliteration A: mnaaîos Transliteration B: mnaaios Transliteration C: mnaaios Beta Code: mnaai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A of the weight of a μνᾶ, λίθοι X.Eq.4.4, Eq.Mag.1.16, v.l. in D.S.19.109; on which a mina is staked, τρῆμα Amips.20:— also μνᾱϊαῖος, α, ον, Arist.Cael.311b4, Ph.Bel.69.12,al., Plb.13.2.3, D.S. l.c.: written μνᾱγιαῖος, PLond.ined.2199 (iv A. D.); μναϊαῖον, τό, = μνᾶ, POxy.265.18 (i A. D.); μ. [δίκαι] suits where a mina is at stake, IG9(1).333.12 (Locr.):—also μναϊεῖον, τό, gold coin worth a mina of silver, PCair.Zen.22.1,13 (iii B. C.), PLille15.1 (iii B. C.), UPZ 121.10 (ii B. C.): written μιτρ-ϊῆον, BGU1532 (Ptol.), POxy.259.17 (i A. D.): for μναῖαι (folld. by αἱ) and μναίας, Arist.HA547a9, Gal.6.605, μναϊαῖαι, μναϊαίας shd. perh. be read.

German (Pape)

[Seite 193] = μναϊαῖος; Xen. re equ. 4, 4, vom Gewicht; Amips. bei Poll. 9, 96; D. Sic. 19, 45.

Greek (Liddell-Scott)

μνᾱαῖος: -α, -ον, ἔχων τὸ βάρος μιᾶς μνᾶς, λίθοι Ξεν. Ἱππ. 4, 4, Ἱππαρχ. 1, 16, Διόδ. 19. 109, κτλ· ἐπὶ κυβείας, ἐν ᾗ διακυβεύεται μία μνᾶ, τρῆμα μνααῖον Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 5· - ὡσαύτως μνᾱϊαῖος, α, ον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 4, 4, - ἐσχηματισμένον ὡς τὸ ταλαντιαῖος, κτλ., πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 552· - καὶ μναῖος ἢ μνάϊος, α, ον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15. 6.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui pèse une mine;
2 qui vaut une mine.
Étymologie: μνᾶ.

Greek Monolingual

μνααῑος και μναῑος και μνάϊος -α, -ον (Α)
αυτός που έχει βάρος το οποίο ισοδυναμεί με μία μνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνᾶ + κατάλ. -αῖος (πρβλ. δοχ-αίος). Ο τ. μναῖος / μνάϊος < μνᾶ + κατάλ. -ιος].